σκοπεύουσαν

σκοπεύουσαν
σκοπεύω
pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκοπευτήριο — το / σκοπευτήριον, ΝΜΑ νεοελλ. (αβλ. στρ.) περιφραγμένος χώρος, καλά προστατευμένος και κατάλληλα διαμορφωμένος για την εξάσκηση στη σκοποβολή και, ειδικότερα, για την εκτέλεση ασκήσεων βολής με φορητά όπλα σε διάφορους εικονικούς στόχους (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”